Σάββατο 22 Μαρτίου 2008


Cabernet Sauvignon, ο μεγάλος ταξιδευτής

Κάθε οινοποιός που θέλει να θεωρείται επιτυχημένος και
μέσα στο κλίμα της αγοράς πρέπει να έχει στη γκάμα του
ένα τουλάχιστον Cabernet Sauvignon.

Ενα «σύγχρονο Οδυσσέα» θα μπορούσαμε να ονο­μάσουμε το Cabernet Sauvignon, αφού εδώ και λίγες δεκαετίες έχει αρχίσει να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, χωρίς όμως να έχει βρει ακόμα την «Ιθάκη» του: ξεκίνησε από τη Γαλλία, πέρασε στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, έκανε το μεγάλο άλμα στην αμερικανική ήπειρο και σκέφτηκε να δοκιμάσει την τύχη του μέχρι και στην Αυστραλία. Καθώς η καταγωγή του παρέμενε για μεγάλο διάστημα άγνωστη, διάφορες θεωρίες που ήταν αρκετά συμπαθητικές διατυπώθηκαν κατά και­ρούς, αλλά ευτυχώς πρόσφατα η επιστήμη μέσα από την ανίχνευση των γονιδίων ανέδειξε τους
πραγματικούς γονείς της ποικιλίας. Γεννήτορές του είναι το ερυθρό Cabecnet Franc και το λευκό Sauvignon Βlαnc, ποικιλίες και οι δύο της περιοχής του Μπορντό. Οσο και αν το όνομά του «φώναζε» την προέλευσή του κανείς δεν το είχε προσέξει...
Στην άκρη ενός κομματιού γης, ανάμεσα στις εκβολές του ποταμού Girnnde και του Ατλαντικού Ωκεανού γεννήθηκαν τα πιο διάσημα κρασιά του κόσμου. Εδώ Θα συναντήσουμε τα διασημότερα chateaux, που το όνομα τους συγκινεί τους οινόφι­λους: Chateau Latur, Chateau Margaux, Chateau Μuthη-Rothschild, Chateau Lafite-Rothschild και άλλα πολλά. Αν και σήμερα συνδέουμε, αυτόματα, την ποικιλία με την περιοχή του Μπορντό, μόνο στο τέλος του 18ου αιώνα, ο Bacon Hectnr de Branne, αντικατέστησε τις λευκές ποικιλίες των αμπελιών του με το Cabernet Sauvignnn, δείγμα πως η ανα­γνώρισή του ήρθε σχετικά πρόσφατα. Σήμερα όμως γνωρίζει τη δόξα, αφού κάθε οινοποιός που θέλει να θεωρείται επιτυχημένος και μέσα στο κλίμα της αγοράς πρέπει να έχει στη γκάμα του ένα τουλάχιστον Cabernet Sauvignon - ή τουλάχιστον ένα μίγμα του. Τη δόξα των διάσημων chateaιιx ζήλεψαν παραγωγοί από άλλες χώρες και δοκίμασαν να επαναλάβουν το εγχείρημα άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε χωρίς. Η διεθνής αναγνώριση των γαλλικών chateaux ήταν το κίνητρο που το Cabernet Sauvignon καλλιεργήθηκε σε πάμπολλες χώρες στηρίζοντας τις ελπίδες των οινοποιών για σίγουρη επιτυχία. Είναι ίσως πιο εύκολο να απαριθμήσουμε τις χώρες που δεν φιλοξενούν ακόμα το Cabernet Sauvignon παρά το αντίθετο. Και στα δύο ημισφαί­ρια, χώρες με οινική παράδοση αλλά και με πρό­σφατη άφιξη στον μαγικό κόσμο της αμπέλου και του κρασιού, επιδίδονται στην καλλιέργειά του.
Στην Ελλάδα, η παρουσία του μετράει κοντά 35 χρόνια, αφού αρχικά φυτεύτηκε στην Χαλκιδική. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι και άλλοι Ελληνες παραγωγοί να καλλιεργήσουν την ποικιλία αυτή. Ακόμα και σήμερα, που η ζήτηση για ερυθρά κρασιά αλλά και ειδικότερα για Cabernet Sauvignon είναι μεγάλη, η Ελλάδα δεν την φιλοξενεί σε μεγάλες εκτάσεις. ισως γιατί είμαστε μια αμπελοοινική χώρα με παρά­δοση χιλιετιών και είναι δύσκολη η αλλαγή των συνηθειών μας.
Η ποικιλία αυτή επιθυμεί γλυκά κλίματα για να δώσει τους πλούσιους χαρακτήρες της. Οταν το καλοκαίρι είναι δροσερό και το φθινόπωρο γλυκό έχουμε τις καλύτερες συνθήκες για να εκφράσει τον καλύτερο χαρακτήρα της. Το Cabernet Sauvignon, όπως τουλάχιστον το γνωρίζουμε μέσα από τα κρα­σιά της πατρίδας του, χαρίζει πλούσιο, βαθύ ερυθρό χρώμα με γκρενά αποχρώσεις στη νεότητά του που διατηρεί για μεγάλη επίσης χρονική διάρκεια.
Στο άρωμά του θα διακρίνουμε μια μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων όπως κέδρο, cassis, βατό­μουρα, πράσινο πιπέρι και πολλά ακόμα, αρκεί η φαντασία μας να μείνει ελεύθερη. Στη γεύση είναι δύσκολο να δεχθούμε την έντονα στυφή παρουσία των τανινών όσο είναι νέο. Μόνο η ενηλικίωσή του μέσα από το δρύινο βαρέλι θα του δώσει την ευκαιρία να τιθασεύσει το ζωηρό του χαρακτήρα και, φυσικά, όλους εμάς να απολαύσουμε την κορυφαία ερυθρή ποικιλία. Τα κρασιά από Cabeτnet Sauvignnn πίνονται σε υψηλές θερμο­κρασίες (16 - 18° C) και συνοδεύουν πλούσια σε γεύση πιάτα.
================================================
Οινοποιήσιμες
Ελληνικές ποικιλίες αμπέλου

Οι κυριότερες έγχρωμες Ελληνικές ποικιλίες αμπέλου που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή οίνων Ονομασίας Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας (Ο.Π.Α.Π.) Περιγράφονται παρακάτω.'Ένα σημανιικό μέρος της σταφυλικής παραγωγής τους, αξιοποιείται για την παραγωγή Τοπικών Οίνων στις κυριότερες περιοχές καλλιέργειας τους, καθώς και για την παραγωγή επιτραπέζιων Οίνων σε διάφορα άλλα μέρη της χώρας μας óπoυ αυτές καλλιεργούνται.

Αγιοργίτικο ( Μαύρο Νεμέας )

Το Αγιοργίτικο θεωρείται μια από τις πιο εκλεκτές έγχρωμες ελληνικές ποικιλίες αμπέλου. Συναντάται σπο­ραδικά σε πολλά διαμερίσματα της χώρας μας, σε εκτάσεις που φτάνουν τις 25.000 στρέμματα.
Σύμφωνα με τον κανονισμό 3800/81 της Ε. Ο. Κ. και μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις με τον 2548/99, η ποι­κιλία αυτή συνιστάται στους Νομούς Αργολίδας, Αρκαδίας, Αττικής, Βοι­ωτίας, Ευβοίας, Κορινθίας, και Λα­κωνίας και επιτρέπεται προσωρινά στους Νομούς Αιτωλοακαρνανίας, Δράμας, Ηλείας,Λαρίσης, Λασιθίου και Φλωρίνης. Καλλιεργείται κυρίως στη ζώνη παραγωγής οίνων Ο.Π.Α.Π. «Νε­μέα» καταλαμβάνοντας μια έκταση 19.000 στρεμμάτων περίπου.
Η ζώνη αυτή βρίσκεται σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 250- 800 μέτρα και περιλαμβάνει τα όρια δέκα έξη συνολικά κοινοτήτων των Νομών Αρ­γολίδας και Κορινθίας.
Ο συνδυασμός του οικολοyικού πε­ριβάλλοντος της περιοχής με την ποι­κιλία Αγιωργίτικο, έχουν σαν αποτέ­λεσμα την παραγωγή άριστης ποιό­τητας σταφυλιών, κατάλληλων για την παρασκευή ερυθρών οίνων εξαιρε­τικής ποιότητας. Είναι μια ποικιλία ζωηρή και πολύ παραγωγική. Παρα­τηρούνται συνήθως δυο σταφύλια α­νά καρποφόρο βλαστό, κυρίως στον τέταρτο και πέμπτο κόμβο, πολλές φορές όμως παρατηρούνται μέχρι και τέσσερα σταφύλια ανά βλαστό.
Τα σταφύλια της ποικιλίας αυτής εί­ναι συνήθως μεσαίου μεγέθους (μέ­σο βάρος σταφυλιού περίπου 500 gr), πυκνόρογα, κυλινδροκωνικού σχή­ματος. Ενίοτε παρατηρούνται και πτε­ρυγωτά σταφύλια.
Οι ράγες είναι μικρού έως μετρίου μεγέθους, στρογγυλές, κυανομε­λανού χρώματος, με μαλακιά εύ­χυμη σάρκα. Η πλήρης ωρί­μανση των σταφυλιών στην περιοχή της Αττικής πα­ρατηρείται κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου, ενώ στην
ζώνη Ο. Π. Α. Π. της Νεμέας ο χρόνος ω­ρίμανσης επηρεά­ζεται άμεσα από το υψόμετρο της καλ­λιέργειας, ξεκι­νώντας από τις
αρχές Σεπτεμ­βρίου στα χαμη­λότερα υψόμε­τρα μέχρι τα μέ­σα Οκτωβρίου στις πιό ορεινές περιοχές. Παρουσιάζει ικα­νοποιητική συμ­βίωση με τα χρη­σιμοποιούμενα στην Ελλάδα α­ντιφυλλοξηρικά υποκείμενα αμπέ­λου. Τα πιο κατάλληλα σχήματα μόρ­φωσης για την ποικι­λία αυτή είναι το κυ­πελλοειδές (με ύψος κορμού 20- 40 εκατοστά) και το αμφίπλευρο γραμ­μοειδές Royat με ύψος κορ­μού 50 εκατοστά και ύψος βλα­στικού τεixους 120- 150 εκατο­στά. Οι πιο κατάλληλες πυκνότη­τες φύτευσης είναι 400- 500 πρεμνά ανά στρέμμα.
Στα γραμμοειδή διαμορφώνονται συνήθως 6 βραχίονες ανά πρεμνό ενώ στα χαμηλόκορμα κύπελλα 4- 5. Το κλάδεμα καρποφορίας που δέχεται είναι βραχύ, στους 1- 2 οφθαλμούς. Η απόδοση κυμαίνεται κατά μέσο ό­ρο στα 1000- 1200 κιλά ανά στέμμα, ενώ έχουν αναφερθεί και αποδόσεις της τάξης των 2500 κιλών ανά στρέμ­μα σε γραμμικά σχήματα μόρφωσης. Το Αγιοργίτικο είναι μια από τις πιο πλούσιες σε χρώμα ελληνικές ερυ­θρές ποικιλίες αμπέλου. Χαρακτη­ριστικό είναι το ιώδες χρώμα των νέ­ων οίνων που παράγονται από αυτή, το οποίο οφείλεται στον μονογλυκο­ζίτη της δελφινιδίνης που περιέχουν. Παράγονται κυρίως ερυθρά ξηρά κρασιά που έχουν ένα βαθύ ρουμπι­νί χρώμα και επιδέχονται παλαίωση. Η συμπαραμονή του μούστου με τα στέμφυλα κατά την οινοποίηση διαρ­κεί συνήθως λίγες μέρες.
Κρασιά όμως που προορίζονται για παλαίωση θα πρέπει κατά την οινο­ποίηση να μένουν πάνω από 6 μέ­ρες με τα στέμφυλα, οπότε η δυ­νατότητα παλαίωσης φτάνει τα δέκα χρόνια. Το φρέσκο κρασί έχει ένα φρουτώδες άρωμα (όπως το γεράνι). 'Όταν το κρασί υποστεί μηλογαλακτική ζύμωση αναπτύσσονται α­ρώματα καραμέλας γάλακτος. Έχει μα­λακές τανίνες και με την παλαίωση α­ποκτά ένα πλούσιο μπουκέτο όπου κυ­ριαρχούν αρώμα­τα μπαχαρικών (μο­σχοκάρυδο) ή α­κόμα και βαλσαμι­κά αρώματα (δεν­δρολίβανο).
Ο οίνος Ο. Π. Α. Π. «Νεμέα» είναι ερυθρóς ξηρός παράγεται αποκλειστικά από την ποικιλία αυτή, έχει ελάχιστη περιεκτικότητα σε σάκχαρα 188 γραμμά­ρια/ λίτρο και πρέπει να πα­λαιώσει για 1 χρόνο σε δρύινα βαρέ­λια. Η συνήθης περιεκτικότητα των κρασιών αυτών σε οινόπνευμα είναι 12,5 Vol°/ο. Αυτή επηρεάζεται άμεσα από το υψόμετρο καλλιέργειας των αμπελώνων και φτάνει τους 14- 15 Vol°lo σε υψόμετρο μέχρι 250 μέτρα , τους 13 Vol°/ο, σε υψόμετρο 450- 650 μέτρα (απ' όπου παρασκευάζονται τα καλλίτερα κρασιά για παλαίωση) και δεν ξεπερνά τους 11,5 Vol°lo στο υψόμετρο των 750- 800 μέτρων (απ' όπου παρασκευάζονται πιο ανοι­κτόχρωμα κρασιά με δροσερή γεύ­ση και το χαρακτηριστικό φρουτώ­δες άρωμα τον Αγιωρyίτικου. Πα­ράγεται επίσης οίνος Ο.Π.Α.Π. «Νε­μέα» γλυκός, ερυθρός, με ελάχιστη περιεκτικότητα σε σάκχαρα 222 γραμ­μάρια/ λίτρο. Τα κρασιά από Αγιωρ­γίτικο συνδυάζονται άψογα με φα­γητά όπως αρνί ψητό, μοσχαράκι κοκκινι­στό, στιφάδο, φιλέτο, γαλοπούλα και με τυριά γραβιέρα, τσένταρ, κατσι­κίσιο τυρί, ροκφόρ, ρεγκάτο ή παρ­μεζάνα.
-------------------------------------


Μανδηλαριά ( Μαντηλάρι,κΚοντούρα,Μαύρη )

Είναι ντόπια ποικιλία του Αιγαιοπελαγίτικου χώρου.Κύριες περιοχές που καλλιεργείται είναι η Κρήτη,τα νησιά των Κυκλάδων ,και τα Δωδεκάνησα.
Η συνολική έκταση που καταλαμβάνει η καλ­λιέργειά της ανέρχεται στα 30.000 περίπου στρέμματα.
Παράγει οίνους πλούσιους σε χρωστικές και κυρίως σε τανοειδείς ουσίες, που είναι κα­τάλληλοι για αναμίξεις. Η συμπαρα­μονή του γλεύκους με τα στέμφυλα δεν θα πρέπει να διαρκεί πολλές μέ­ρες γιατί παράγονται πολύ στυφά κρασιά.
Μόνη της, χρησιμοποιείται μόνο για την παρασκευή των οίνων Ο.Π.Α.Π. «Ρόδος». Πρόκειται για ερυθρά ξη­ρά κρασιά, με ελάχιστη περιεκτικό­τητα σε σάκχαρα τα 188 γραμμάρια/ λίτρο και ελάχιστο έτος παλαίωσης σε δρύινα βαρέλια το ένα έτος. με άλλες ποικιλίες. Με την συνοινοποίηση της ποικιλίας αυτής (σε ποσοστό 33°/ο) με τη λευκή ποι­κιλία Μονεμβασία (σε ποσοστό 66°/ο) παράγεται ο ερυθρός ξηρός οίνος Ο.Π.Α.Π. «Πάρος».
Η συνοινοποίηση με την έγχρωμη ποι­κιλία Κοτσιφάλι χρησιμοποιείται στην Κρήτη για την παραγωγή των ερυ­θρών ξηρών οίνων Ο.Π.Α.Π. «Πεζά» και Αρχάνες», στους οποίους συμ-μετέχει σε ποσοστό 25- 30°/ο. Η Μαν­δηλαριά αυξάνει τις ταννίνες των πα­ραγόμενων οίνων, μετριάζει την ο­ξύτητα και σταθεροποιεί το χρώμα τους. Οίνοι που περιέχουν Μανδη­λαριά θεωρούνται κατάλληλοι για να συνοδέψουν ψητά και σουβλιστά κρέ­ατα, σαλιγκάρια, κοκκινιστό κουνέ­λι, φτερωτά κυνήγια και κίτρινα τυ­ριά.
Λιάτικο

Ερυθρή, πρώιμη ποικιλία που καλ­λιεργείται κυρίως στην Κρήτη, τις Νό­τιες Κυκλάδες και σε ορισμένα Ιό­νια νησιά. Το σταφύλι της είναι μετρίου μεγέθους (μέσο βάρος σταφυλιού 320 γραμμάρια), κυλινδροκωνικού σχήματος και πυ­κνόραγο. Η πλήρης ωρί­μανση των σταφυλιών της παρατη­ρείται στην περιοχή της Αττικής κα­τά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου. Στην Κρήτη χρησιμοποι­είται για την αξιοποίηση ορεινών πε­ριοχών με μεγάλο υψόμετρο, στις ο­ποίες προλαβαίνει να ωριμάσει κα­νονικά και να δώσει υψηλόβαθμους οίνους.
Το Λιάτικο θεωρείται μια από τις πιo εκλεκτές ερυθρές ποικιλίες αμπέ­λου για την παραγωγή γλυκών οίνων. Υστερεί όμως όταν οινοποιείται μό­νη της για την παραγωγή ερυθρών ξηρών οίνων γιατί είναι ποικιλία πο­λύ υψηλόβαθμη (λόγω της πρώιμης ωρίμανσης) και έχει ασθενές ερυθρό χρώμα. "Ετσι για την παρασκευή τέτοιων κρασιών θα πρέπει να χρη­σιμοποιηθούν άλλες βελτιωτικές ε­ρυθρές ποικιλίες που να δίνουν οί­νους χαμηλόβαθμους, σταθερού χρώ­ματος και σχετικά υψηλής ενεργής ο­ξύτητας.
Χρησιμοποιείται στην Κρήτη για τη πα­ρασκευή των οίνων Ο.Π.Α.Π. «Ση­τεία> και <Δάφνες>
Τα γλυκά κρασιά από Λιάτικο συνδυάζονται άριστα με γλυκά και φρούτα.
Μαυροδάφνη

'Έγχρωμη ποικιλία της ΒΔ Πελοπον­νήσου και κυρίως της περιοχής της Πά­τρας. Καλλιεργείται επίσης και σε ο­ρισμένα Ιόνια Νησιά.
Η πλήρης ωρίμανση των σταφυλιών της παρατηρείται στην περιοχή της Αττικής κα­τά το πρώτο δε­καπενθήμερο του Σεπτεμ­βρίου.Η ποικιλία Μαυροδάφνη είναι από τις πιο εκλεκτές έγχρωμες ελληνι­κές ποικιλίες αμπέλου για την πα­ραγωγή γλυκού, ερυθρού οίνου, κατάλληλου για παλαίωση. Σύμφωνα με την παραδοσιακή τεχνική οινοποίησης, η ζύμωση δια­κόπτεται σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο με την προσθήκη αλκοόλης οινικής προέλευσης. Με αυτόν τον τρόπο παράγεται ένα ερυθρό γλυκό κρασί, το οποίο μετά από παλαίωση σε δρύινα βαρέλια αναπτύσσει ιδιαίτε­ρα αρώματα και μοναδικό χαρακτή­ρα. Το μυστικό αυτού του κρασιού α­ποτελεί ο χρόνος παλαίωσης σε αυ­τά τα βαρέλια, που φτάνει και τα 8 χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις εγκαταστάσεις τις εταιρείας Αχάϊα Claus υπάρχουν δυο τεράστια δρύινα βαρέλια με Μαυροδάφνη του 1882 από τα οποία εμφιαλώνονται ελάχιστα μπουκάλια κάθε χρόνο.Η ποικιλία Μαυροδάφνη χρησιμο­ποιείται για την παρασκευή των ε­ρυθρών γλυκών οίνων με ονομασία προέλευσης ελεγχόμενη (Ο.Π.Ε.) «Μαυροδάφνη Πατρών» και «Μαυ­ροδάφνη Κεφαλληνίας» από συνοι­νοποίηση κατά 50°/ο με την Κορινθια­κή σταφιδάμπελο. Η «Μαυροδάφνη Πατρών» είναι ένα κρασί το οποίο με­τά την τεχνητή διακοπή της αλκοολικής ζύμωσης έχει υψηλό αλ­κοολικό τίτλο (15 Vol°/ο) και α­ζύμωτα σάκχαρα περίπου 140 γραμμάρια ανά λίτρο.
Το κρασί αυτό παλαιώ­νει υποχρεωτικά για δύο τουλάχιστο χρό­νια σε δρύινα βαρέ­λια. Παράγεται με αυτόν τον τρόπο έ­να κρασί με βαθύ ρουμπινί χρώμα, με αρώματα όπως κε­ράσι, βανίλια και αποξηραμένων φρούτων (κυρίως σταφίδας αλλά και σοκολάτας).
Η «Μαυροδάφνη Κε­φαλληνίας» παράγεται με τον ίδιο τρόπο, όμως η παραγόμενη πο­σότητα είναι εξαιρετικά μικρή εξαιτίας του περιο­ρισμού των αμπελώνων έ­ναντι αυτών της Ρομπόλας. Το κρασί από Μαυροδάφνη αποτε­λεί έναν εξαιρετικό επιδόρπιο οί­νο και ιδανικός σύντροφος τυριών με έντονη γεύση όπως το ροκφόρ.


Κοτσιφάλι

Πρόκειται για ερυθρή ποικιλία που καλλιεργείται στην Κρήτη, κυρίως στο Νομό Ηρακλείου (11.500 περί­που στρέμματα) και στις Κυκλάδες. Σύμφωνα με τον κανονισμό 3800/81 της Ε. Ο. Κ. και μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις με τον 2548/99, η ποι­κιλία αυτή συνιστάται μόνο στους Νο­μούς Ηρακλείου,Λασιθίου, Ρεθύμνης και Χανίων.
Είναι ποικιλία με ικανοποιητική αντοχή στις ασθένειες θεωρείται μια εκλεκτή ποικιλία που έχει όμως ένα σημαντικό μειονέ­κτημα: την έλλειψη σταθερότητας του χρώματος. Η ποικιλία αυτή δίνει από μόνη της ερυθρούς οί­νους, ανοικτού κόκκινου χρω­ματισμού, με υψηλή περιε­κτικότητα σε οινόπνευμα και άρωμα. Κυρίως συ­νοινοποιείται με την ε­ρυθρή ποικιλία Μαν­δηλαριά η οποία προ­σφέρει άφθονο και σταθερό χρώμα. Από τη συνοινο­ποίηση αυτή παρά­γονται στην Κρήτη οι ερυθροί ξηροί οίνοι Ο.Π.Α.Π. <ςΠε­ζά» και «Αρχάνες», στους οποίους το Κοτσιφάλι συμμε­τέχει σε ποσοστό 70­75°/ο. Το Κοτσιφάλι προσφέρει σε αυτά τα κρασιά το χαρακτηρι­στικό άρωμα και την ευ­χάριστη γεύση του, ενώ στην Μανδηλαριά οφείλε­ται το χαρακτηριστικό ρουμπινί τους χρώμα. Οι οίνοι που περιέχουν Κοτσιφάλι θεωρούνται κατάλληλοι για να συνο­δέψουν ψητά και σουβλιστά κρέατα, σαλιγκάρια, φτε­ρωτά κυνήγια κίτρινα τυριά και γρα­βιέρα.
Ροδίτης

Καλλιεργείται σε πολλές αμπελουργικές περιοχές της χώρας. Κύριες περιοχές καλλιέρ­γειας είναι η ΒΔ Πελοπόννησος, η Αττική, η Βοιωτία, η Εύβοια και η Θεσ­σαλία. Η ποικι­λία αυτή παρουσιάζει μεγάλη γενετική παραλλακτικότητα στις περιοχές που καλλιεργείται, που εί­ναι αποτέλεσμα της συσσώρευσης πολλών γενετικών μεταλλάξεων κα­τά τη μεγάλη διάρκεια ζωής της. Αυ­τό έχει σαν συνέπεια την ύπαρξη πολ­λών παραλλαγών της ποικιλίας οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους τό­σο σε μορφολογικά (σχήμα και μέ­γεθος σταφυλιού, πυκνότητα ραγών, χρώμα ραγών κ. α.) όσο και σε φυ­σιολογικά χαρακτηριστικά (περιε­κτικότητα σε σάκχαρα, οξέα, αρω­ματικά συστατικά κ. α.). Ορισμένες από αυτές τις παραλλα­γές χρησιμοποιούνται και σαν επιτραπέζια σταφύ­λια.
Είναι ποικιλία ζωηρή και παραγωγική .Η πλήρης ωρί­μανση των σταφυλιών της στην περιοχή της Αττικής παρατη­ρείται κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου.
Από τον Ροδίτη παρά­γονται εκλεκτά ξηρά κρασιά, λευκά και ρο­ζέ, καθώς και ρε­τσίνες που χαρα­κτηρίζονται από την υψηλή περιεκτικό­τητα σε οινόπνευ­μα (12,5-13 Vol°/ο).
Τα κρασιά αυτά, σε αντίθεση με τα πε­ρισσότερα τέτοια κρασιά, βελτιώνο­νται με την παλαίω­ση σε δρύινα βαρέ­λια, με την προϋπόθεση ότι προέρχονται α­πό άριστης ποιότητας πρώτη ύλη. Αποκλειστικά από Ροδίτη πα­ράγεται ο λευκός ξηρός οίνος Ο.Π.Α.Π. «Πάτρα», ενώ συμμετέ­χει κατά 75°/ο στην παραγωγή τον λευκού ξηρού οίνου Ο.Π.Α.Π. (Αγ­χίαλος» (το υπόλοιπο 25°/ο προέρχε­ται από το Σαββατιανό) και στον επίσης λευκό ξηρό οίνο Ο.ΠΑΠ. «ΙΙλα­γιές του Μελίτωνα» σε αναλογία 35% (το 50°/ο προέρχεται από τη λευκή ποι­κιλία Αθήρι και το 15°/ο από την επί­σης λευκή Ασύρτικο) .
Καλύτερης ποιότητας οίνοι παράγο­νται από τους ορεινούς αμπελώνες που είναι λιγότερο παραγωγικοί. Τα σταφύλια αυτά, όταν οινοποιη­θούν σωστά (πρώιμος τρυγητός, κ.α)­.Οι οίνοι στους οποίους συμμετέχει ο Ροδίτης είναι κατάλληλοι για να συ­νοδέψουν καραβίδες, γαρίδες, α­στακούς, ψάρια με λίγα λιπαρά, μπακαλιάρο, μύδια, καλαμάρια και φρού­τα.
Φυλέρι

Από τα Φιλέρια παράγονται λευκοί και ροζέ οίνοι εκλεκτής ποιότητας, λεπτοί και εύγεστοι.οίνοι του ρόδι­νου χρώματος που έχουν συνήθως τα σταφύλια της ποικιλίας αυτής, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διάρκεια της οινοποίησης για την παραγωγή λευκών κρασιών.
Η πιο σημαντική και πιο διαδεδομέ­νη παραλλαγή της ποικιλίας αυτής είναι το Μοσχοφίλερο (ή Μαυροφί­λερο) που έχει σταφύλι ερυθρωπού χρώματος και διακρίνεται από το λε­πτό τον άρωμα με χαρακτήρες μο­σχάτου. Αυτό χρησιμοποιείται ευρέ­ως σε αναμείξεις με άλλες ποικιλίες λιγότερο αρωματικές, προσφέρο­ντας στο μείγμα το άρωμα.
Για την παραγωγή του μοναδικού οίνου Ο.Π.Α.Π. που παράγεται από Φι­λέρι στην «Μαντινεία» χρησιμοποι­είται το Μοσχοφίλερο σε ποσοστό 80°/ο.Το υπόλοιπο 20°lo συμπληρώνουν διάφορες ασπρούδες που καλλιερ­γούνται στην περιοχή, κυριότερη α­πό τις οποίες είναι η ποικιλία Γλυκε­ρίθρα. Στην περιοχή αυτή το Μο­σχοφίλερο τρυγιέται τον Οκτώβριο και παράγεται ένας λευκός, ξηρός οίνος με χαμηλούς αλκοολικούς βαθ­μούς, υψηλή οξύτητα και θαυμάσιο λεπτό άρωμα.
Προσοχή χρειάζεται όμως στη συ­ντήρηση των κρασιών αυτών γιατί η ποικιλία είναι ευαίσθητη στις οξει­δώσεις. Η «Μανrινεία» είναι κατάλληλη για να συνοδεύσει φαγητά που διακρί­νονται για τη λεπτή τους γεύση και τα έντονα αρώματα ενώ είναι ιδανι­κή και για κατανάλωση σαν απεριτίφ.


Στο επόμενο :Λευκές οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου.

Βιβλιογραφία

Βέκιος Γ.Κούκης Δ. ,Τσακίρης Α.
1994.Το βιβλίο του κρασιού
Βλάχος Μ. Αμπελογραφία1996 Α.Π.Θ.
Θες/νίκης
Κούσουλας Κ.1995 Αμπελουργία.
Μίχος Β, 1994 Σημειώσεις Εργαστηρίου
Αμπελουργίας –Τμήμα Οινολογίας.
Τσακίρης Α. 1995 Ελληνική Οινογνωσία
Τσεκούρας Π.1998 Τα μυστικά του καλού κρασιού.

1 σχόλιο:

Nickolas είπε...

Πολύ καλό και ενημερωτικό το άρθρο σας. Να προσθέσω στις Ελληνικές λευκές ποικιλίες το Σαββατιανό. Ευχαριστώ θερμά.